- εθνοφρουρός
- ο солдат национальной гвардии
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εθνοφρουρός — ο στρατιώτης που ανήκει στην εθνοφρουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889] … Dictionary of Greek
εθνοφρουρός — ο στρατιώτης που ανήκει στην εθνοφρουρά (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)